πυλοιγενής

πυλοιγενής
και πυληγενής, -ές, Α
αυτός που γεννήθηκε στην Πύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πύλος + -γενής (< γένος < γίγνομαι). Το α' συνθετικό πυλοι- έχει τη μορφή παλιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. Ἰσθμοῖ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πυλοιγενής — born in Pylos masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλοιγενέας — Πυλοιγενής born in Pylos masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλοιγενέες — Πυλοιγενής born in Pylos masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλοιγενέεσσι — Πυλοιγενής born in Pylos masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλοιγενέος — Πυλοιγενής born in Pylos masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • πυληγενής — ές, Α βλ. πυλοιγενής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”